- μαχητικοί
- μαχητικόςfit for fightingmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναρχοσυνδικαλισμός — ο μορφή του αναρχισμού που πρεσβεύει ότι τα συνδικάτα δεν πρέπει να είναι όργανα οικονομικών διεκδικήσεων ούτε ασπίδα των εργαζομένων, αλλά μαχητικοί οργανισμοί αφοσιωμένοι στην καταστροφή του καπιταλισμού και του κράτους … Dictionary of Greek
μαχητικός — ή, ό (Α μαχητικός, ή, όν) [μαχητής] 1. κατάλληλος για μάχη, πολεμικός (α. «δέδωκε γὰρ ἡ φύσις τοῑς μὲν ὄνυχας, τοῑς δὲ ὀδόντας μαχητικούς», Αριστοτ. β. «ο στρατός δεν ήταν εφοδιασμένος με μαχητικά αεροπλάνα») 2. αυτός που έχει κλίση για μάχη ή… … Dictionary of Greek
Ντιβάλ, Αλεξάντρ — (Alexandre Vincent Pineux Duval, Ρεν 1767 – Παρίσι 1842). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Ύστερα από μια περιπετειώδη νεότητα βρήκε το αληθινό του πάθος στο θέατρο, στο οποίο αφιέρωσε μια σειρά άρτια θεατρικά έργα, αν και η φλέγουσα επικαιρότητα των … Dictionary of Greek
φιλόμαχος ή μαχητής — Γένος πτηνών της οικογένειας των σκολοπακιδών, της τάξης των χαραδριομόρφων. Πρόκειται για αποδημητικά πουλιά, που τον χειμώνα ζουν στην Αφρική και το καλοκαίρι μεταναστεύουν στις εύκρατες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, όπου και αναπαράγονται.… … Dictionary of Greek